- παραδεισάριος
- ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) κηπουρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. -άριος (πρβλ. αποθηκ-άριος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραδεισαρίων — παραδεισάριος gardener masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)